- φορεία
- ἡ, Αυγρή κοπριά, βόρβορος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. foria, -iorum «υγρή κόπρος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φορειά — φορειά̱ , φορειά foria. fem nom/voc/acc dual φορειά̱ , φορειά foria. fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορεῖα — φορεῖον litter neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηραντήρες — Συσκευές στις οποίες γίνεται η ξήρανση των στερεών ουσιών. Η αρχή της λειτουργίας τους συνίσταται στην επαφή του υλικού με θερμό αέρα, σε θερμοκρασία λιγότερο ή περισσότερο υψηλή, και στη διοχέτευση, στο εσωτερικό της συσκευής, του θερμού ακόμα… … Dictionary of Greek
BOVES — etiam onera olim gestabant, 1. Paralip. c. 12 v. 40. non obstante Proverbiô, cuius meminêre Tullius ad Atticum l. 5. Ep. 15. Quintilian. l. 5. et Amm. Marcellin. l. 16. Clitellae bovi impositae, plane non est nostrum onus. Certe et Aelian. tauros … Hofmann J. Lexicon universale
GESTAMES — apud Solin. c. 2. ubi de coralii ramulis, Excuduntur ex illis multa gestamina. Habet einem materiahaec quandam potestatem, ac propterea, quidquid inde sit, ducitur inter salutaria. Et Plin. de eodem, Aruspices eorum Vatesque inprimis religiosum… … Hofmann J. Lexicon universale
γερανός — I (Ζωολ.). Γένος μακροτάρσων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Στην Ευρώπη είναι γνωστός ο γ. ο τεφρός με ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων περίπου 2,50 μ. Το σώμα του στηρίζεται σε δύο μακριά και λεπτά πόδια, που καταλήγουν σε… … Dictionary of Greek
ερπύστρια — Όργανο που αποτελείται από πολλά στοιχεία (μεταλλικά ή από καουτσούκ) κινητά το ένα ως προς το άλλο, κλειστό γύρω από τον εαυτό του. Τοποθετείται συνήθως σε αυτοκίνητα οχήματα για να κάνει περισσότερο ευχερή την πορεία τους σε εδάφη ολισθηρά,… … Dictionary of Greek
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek
μπετονιέρα — Μηχανή αναμεικτική, κατάλληλη για την προετοιμασία σκυροδέματος. Στους διάφορους τύπους μ., το βασικό στοιχείο είναι πάντα ένα περιστρεφόμενο κυλινδρικό ή κυλινδροκωνικό (κολουροκωνικό) τύμπανο, εφοδιασμένο εσωτερικά με πτερύγια, στο οποίο… … Dictionary of Greek
παλάγκο — Αναρτώμενη ανυψωτική διάταξη που κινείται μηχανικά ή με το χέρι. Υπάρχουν στάσιμα και κινητά π. αναρτημένα σε ειδικά φορεία, που μετακινούνται σε εναέρια γραμμή. Το π. που κινείται με το χέρι αποτελείται από κορμό, στον οποίο βρίσκεται ο… … Dictionary of Greek